σύνταρρος

σύνταρρος
-ον, Α
1. πλεγμένος, περίπλοκος
2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο τού οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συντάρρων — σύνταρρος interwoven masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνταρρα — σύνταρρος interwoven neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνταρρούμαι — όομαι, Α [σύνταρρος] 1. συμπλέκομαι, μπερδεύομαι 2. είμαι γεμάτος πλεγμένες ρίζες («ὥστε συνταρροῡσθαι τὰ χωρία», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”