- σύνταρρος
- -ον, Α1. πλεγμένος, περίπλοκος2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο τού οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].
Dictionary of Greek. 2013.